| Μαξούλ’ | Η ποσότητα τις ελαιοσυγκομιδής. Π.χ.: «Φέτους είχαμε πουλί μαξούλ’ « λέει ο παππούς, δηλαδή πολλές ελιές. |
| Κιούπ» | Μεγάλο πήλινο δοχειο όπου βάζουμε το λάδι, αλλιώς και «Σφίδα» (πυθάρι). |
| Ραβδιστές | Αυτοί που τινάζουν με ραβδιά τα κλαδιά μιας ελιάς για να πέσει ο καρπός στα δίχτυα. |
| Μαζώχτρες | Οι γυναίκες που μαζεύουν τις ελιές που πέφτουν από το δέντρο. |
| Μόδι | Όπως λέμε, «Θέλω ένα κιλό ζάχαρη», έτσι λέμε και «έχουμε δέκα μόδια ελιές. Πρόκειται για μονάδα μέτρησης βάρους. Το ένα μόδι ισούται με 500 κιλά. |
| Τέμπλα | Μακρύ ραβδί, με το οποίο ραβδίζουμε, δηλαδή χτυπάμε τα κλαδιά του ελαιόδεντρου για να πέσουν οι ελιές. |
| Σαλβάρ’ | Ειδικό «παντελόνι» που φορούσαν παλιά οι γυναίκες όταν μάζευαν ελιές. |